- βαδιστικός
- βαδιστικόςgood at walkingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαδιστικός — ή, ό (Α βαδιστικός, ή, όν) [βαδιστής] αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει νεοελλ. 1. ο σχετικός με το «βάδισμα» 2. φρ. «ευθύς βαδιστικά» (ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη … Dictionary of Greek
βαδιστικά — βαδιστικός good at walking neut nom/voc/acc pl βαδιστικά̱ , βαδιστικός good at walking fem nom/voc/acc dual βαδιστικά̱ , βαδιστικός good at walking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικῶν — βαδιστικός good at walking fem gen pl βαδιστικός good at walking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικόν — βαδιστικός good at walking masc acc sg βαδιστικός good at walking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικοῖς — βαδιστικός good at walking masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικοί — βαδιστικός good at walking masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικοῦ — βαδιστικός good at walking masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικῆς — βαδιστικός good at walking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστική — βαδιστικός good at walking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικήν — βαδιστικός good at walking fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)